- ἐραστᾶι
- ἐραστᾷ , ἐραστήςlovermasc dat sg (doric aeolic)ἐραστᾷ , ἐραστόςbelovedfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐρασταί — ἐραστής lover masc nom/voc pl ἐραστός beloved fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εραστής — ο (AM ἐραστής Α και θηλ. ἐράστρια) [έραμαι] 1. αυτός που έχει ερωτικό δεσμό (χωρίς γάμο) με γυναίκα ή με θηλυπρεπή 2. εκείνος που αγαπά υπερβολικά κάποιον ή κάτι (α. «εραστής τού θεάτρου» β. «εραστής τής μελέτης» γ. «εραστής τού Πλάτωνος») 3.… … Dictionary of Greek
Rival Lovers — (Greek: polytonic|Ἐρασταί) is a Socratic dialogue included in the traditional corpus of Plato s works, though its authenticity has been doubted. Title The Greek title Erastai is the plural form of the term erastēs , which refers to the older… … Wikipedia
Kalimeri — Lizeta Kalimeri (griechisch Λιζέτα Καλημέρη, eigentlich Lizeta Kanata; * 9. Mai 1969 in Thessaloniki) ist eine griechische Sängerin. Sie ist die jüngere Schwester von Melina Kana. An der Aristoteles Universität Thessaloniki (Αριστοτέλειο… … Deutsch Wikipedia
Lizeta Kalimeri — (griechisch Λιζέτα Καλημέρη, eigentlich Lizeta Kanata; * 9. Mai 1969 in Thessaloniki) ist eine griechische Sängerin. Sie ist die jüngere Schwester von Melina Kana. An der Aristoteles Universität Thessaloniki (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της… … Deutsch Wikipedia
Sophocle — Buste de Sophocle Nom de naissance Σοφοκλῆς / Sophoklễs Activités … Wikipédia en Français
δρέπω — (AM δρέπω, Α και δρέπτω) 1. (για φυτά, καρπούς κ.λπ.) κόβω, συλλέγω κάτι κόβοντάς το («δρέψατε πάλιν, ἐρασταὶ εὐδαίμονες, ναρκίσσους») 2. απολαμβάνω, αποκομίζω («έδρεψε δάφνες στους πολέμους») αρχ. μέσ. συλλέγω για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… … Dictionary of Greek
πάνδημος — Επίθετο της Αφροδίτης στην Αθήνα, το ναό της οποίας έχτισε –σύμφωνα με την παράδοση– ο Σόλωνας από τα χρήματα των εταίρων. Στην Ήλιδα υπήρχε χάλκινο άγαλμα της θεάς κατασκευασμένο από τον Σκόπα. Η Π. Αφροδίτη λατρευόταν επίσης στη Θήβα και στη… … Dictionary of Greek
παροξυντής — ὁ, ΝΑ [παροξύνω] νεοελλ. αυτός που παροξύνει, που παρορμά, που ερεθίζει αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «παροξυνταί οἱ τρεφόμενοι ὑπὸ τῶν ἑταιρῶν ὡς ἄν δὴ ἐρασταί» … Dictionary of Greek
συναναστρέφομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. συναναστρέφω ΜΑ έχω σχέσεις με κάποιον, συναντώμαι συχνά και φιλικά με κάποιον, κάνω παρέα (α. «συναναστρέφεται με καλό κόσμο» β. «τοῑς τηλικούτοις ἐρασταὶ τῶν εὐδοκίμων νέων συνανεστρέφοντο», Πλούτ.) μσν. αρχ. μέσ. (σχετικά με… … Dictionary of Greek